- σαξιφράγκα
- Γένος φυτών της οικογένειας των Σαξιφραγκιδών (δικοτυλήδονα), που είναι συνήθως ποώδη, αρκετά πολύμορφα, διαδομένα στο βόρειο ημισφαίριο και ειδικά στις εύκρατες και ψυχρές περιοχές. Εκτός από το γένος σαξιφράγκα, στην ίδια οικογένεια υπάγονται, μεταξύ των άλλων, το φραγκοστάφυλλο (ρίβες), η ορτανσία (υδράνζεια), η δετζία, ο φιλάδελφος κ.ά.
Οι άγριες σ., ξηροφυτικές πόες με σαρκώδη φύλλα, φύονται κυρίως στους γκρεμούς και στους βράχους, ριζωμένες στις ρωγμές τους. Τα αλπικά είδη φτάνουν περίπου τα 200, από τα οποία πολλά έχουν εισαχθεί και καλλιεργούνται στους κήπους ως καλλωπιστικά φυτά.
Από τις πιο αξιόλογες Σ. είναι: σαξιφράγκα η αείζωη, της ελληνικής χλωρίδας, πολυετής με λευκά άνθη· σαξιφράγκα ηαντιθετόφυλλη, της οποίας οι τούφες πέφτουν προς τα κάτω στους βράχους τους οποίους χρωματίζουν με ρόδινο -ιώδες χρώμα· σαξιφράγκα η κοτοληδών, των Άλπεων. Από τις καλλιεργούμενες αξιόλογη είναι η σαξιφράγκα (ή βεργενία) η παχύ-φολλη, ριζωματώδης πόα που καλλιεργείται και στην Ελλάδα, κυρίως σε γλάστρες· έχει άνθη ρόδινα που ανοίγουν στις αρχές του καλοκαιριού.
Η ελληνική χλωρίδα εκτός από τη σαξιφράγκα την αείζωο, περιλαμβάνει ακόμα 17 είδη, όπως τη σκαρδική, σ. τη μεσαία, σ. την αείβια, σ. την ανιούσα, σ. την κισσόμορφη, σ. τη γραική, σ. την ταογέτειο, σ. τη στρογγυλόφυλλη, σ. τη λεία, σ. την εξαίρετη κλπ.
Σαξιφράγκα η φθινοπωρινή. Τα ψυχρόφιλα αυτά φυτά είναι συνήθη στους ορεινούς βραχώδεις τόπους.
* * *η, Νβοτ. βλ. σαξιφράγα.
Dictionary of Greek. 2013.